σαυρίδιον

σαυρίδιον
σαυρ-ίδιον,
A v. σαύρα 11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαυρίδιον — lizard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρίδιον — τὸ, Α [σαύρα] (υποκορ. τ. τού σαύρα) μικρή σαύρα …   Dictionary of Greek

  • σαμιαμίθι — το / σαμαμίθιον, ΝΜ, και σαμαμίδι και σαμιαμίδι Ν κοινή ονομασία μικρής σαύρας τού γένους γκέκο, γνωστής και με την λόγια ονομασία σαύρα η τοιχοδρόμος, η οποία φωλιάζει συνήθως στις ρωγμές τών τοίχων και χάρη στην ειδική μορφολογία τών άκρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”